Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Les petits Mouchoirs-Μικρά αθώα ψέματα


Δεύτερη προβολή της κινηματογραφικής λέσχης του δήμου Λυκόβρυσης- Πεύκης, δυστυχώς αυτήν την φορά από DVD, η ταινία του Guillaume Canet, “Les Petits Mouchoirs”, «Μικρά αθώα ψέματα».
Η πρόθεση του σκηνοθέτη και σεναριογράφου καλή, το αποτέλεσμα όμως κατώτερο των προσδοκιών. Χρησιμοποιεί γνωστές πετυχημένες συνταγές, όπως οι γρήγορες εναλλαγές συναισθηματικών καταστάσεων, η αμεσότητα στους διαλόγους, το πλάσιμο χαρακτήρων που έχουν από τα πριν δημιουργήσει αναφορές στην πλειοψηφία των θεατών και την «ανεβαστική» μουσική για να γεμίζει τους χρόνους, όταν αναθέτει στους ηθοποιούς να εκτελέσουν συγκεκριμένες ενέργειες, όπως για παράδειγμα να μεταφερθούν από το ένα μέρος στο άλλο, να κάνουν τζόγκινγκ κ.λ.π. Ίσως, να μην ήταν στην πρόθεση του, όμως ο τρόπος με τον οποίο μπαίνει με τον φακό του ανάμεσα στις εμπιστευτικές συνομιλίες των πρωταγωνιστών του, χαρακτηρίζεται από έντονα κουτσομπολίστικη διάθεση. Έτσι, ούτε σοκάρει τον θεατή, ούτε δραματοποιεί τις καταστάσεις. Από την μια "άνετος" και political correct από την άλλη "χαιδεύει" τις ψευτοσυντηρητικές φαντασιώσεις του αμύητου θεατή. Ενώ με επιμέλεια «χτίζει» τις ζωές μιας παρέας φίλων και ξοδεύει άφθονο κινηματογραφικό χρόνο για να ρυθμίσει τις συμπεριφορές τους στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, παρασύρεται από μια "παλίρροια" (μεταφορικά και κυριολεκτικά) υποτιθέμενης σκηνοθετικής αυτάρκειας και δημιουργεί ανθρώπινες καρικατούρες, υπονομεύοντας το ίδιο του το έργο.
Στην υπόθεση μια παρέα φίλων, που από ότι φαίνεται έχουν μοιρασθεί στο παρελθόν έντονες στιγμές, βρίσκονται μαζί στο παραθαλάσσιο σπίτι ενός από αυτούς για διακοπές, ενώ ένας από την παρέα χαροπαλεύει στο νοσοκομείο. Διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικά σεξουαλικά γούστα, διαφορετικές αντιδράσεις και αντανακλαστικά. Ένα αναμάσημα ρόλων, που έχουν παιχτεί άπειρες φορές, ένα γαϊτανάκι συμπεριφορών με ολίγον πασπάλισμα ψυχανάλυσης και ανατολικής φιλοσοφίας υπό την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Ενοχές, τύψεις, χωρισμοί και επανασυμφιλιώσεις, υποτίθεται με καταλύτη τον ετοιμοθάνατο φίλο, που όμως σκηνοθετικά αυτό δεν προκύπτει από πουθενά.
Ας πούμε, ότι μας έμεινε η χαρά μιας προβολής παρέα με τους συμπολίτες μας.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

El Sur


Η πρώτη προβολή, για φέτος, από την κινηματογραφική λέσχη του δήμου Λυκόβρυσης-Πεύκης ήταν η ταινία “El Sur”, του ισπανού σκηνοθέτη Victor Erice. Βασισμένος πάνω στην ιστορία της Adelaida García Morales, ο Erice, κινηματογραφεί τον τρυφερό, μελαγχολικό μονόλογο της Estrella (Sonsoles Aranguren ως μικρό κορίτσι και Iciar Bollaín ως έφηβη). Ντύνει με χρώματα ψυχής την σχέση της κόρης με τον, αυτοεξόριστο στον Βορρά της Ισπανίας, πατέρα της, Agustin (Omero Antonutti), λίγα χρόνια μετά την επικράτηση των φρανκιστών.








Ο πατέρας, νοσοκομειακός γιατρός, μια φιγούρα που ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην υπέρβαση, αποτελεί για την μικρή Estrella ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Ο Νότος της Ισπανίας, η Σεβίλλη αποτελεί για τη κόρη ένα παράξενο μυθικό σύμπαν, που κρύβει το παρελθόν του πατέρα της.
Ο Erice δεν βιάζεται. Ο θεατής φθάνει στα συμπεράσματα ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ωριμότητας της πρωταγωνίστριας. Τοπία συννεφιασμένα, πλάνα νυχτερινά, σκηνές γυρισμένες σε σκοτεινά δωμάτια με το φώς της λάμπας η του παράθυρου να φωτίζει το σημείο του κάδρου, στο οποίο βρίσκεται ο ηθοποιός.








Γραφή συμβολική, εμβόλιμες υπο-ιστορίες, μάτια και ανάσες που μιλούν πάνω από τα λόγια. Ένα πάλεμα, η εσωτερική αγωνία του πατέρα να ξεφύγει και να μην ξεφύγει από την προηγούμενη ζωή του και το αντίκτυπο αυτής της μάχης στο βλέμμα της κόρης του. Μια αίσθηση δύναμης ανεξέλεγκτης, γήινης όπως αυτής του νερού που κρύβεται βαθιά κάτω από την επιφάνεια και μεταφέρει την ενέργειά του πάνω στα χέρια του ραβδοσκόπου Agostin ή όπως το εκκρεμές, που μαγνητίζεται από το βαρυτικό πεδίο. Η σχέση πατέρα-κόρης, έξω από ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Ένα περιβάλλον καταλύτης, που αφήνει να αναδυθούν οι λεπτές αποχρώσεις μιας αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας. Μετά την αυτοκτονία του Agostin, η Estrella ετοιμάζει την βαλίτσα της, για να ταξιδέψει στον Νότο.






Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών συγκλονιστικές. Η επιλογή των μουσικών κομματιών εντυπωσιακή, με κορυφαίες στιγμές μια φορά το πιάνο του Enrique Granados όταν η μικρή Estrella χάνεται με το βλέμμα της βυθισμένο στις οικογενειακές φωτογραφίες του «εξωτικού» Νότου και δεύτερη, όταν ακούγεται το διπλό “el paso doble”.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Les enfans du paradis-Τα παιδιά του παραδείσου


Μια ταινία κλασσική με όλη τη σημασία της λέξης. Η διάρκεια της, σχεδόν τρεις ώρες, η δημιουργία της- κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στο Παρίσι- το διαχρονικό της θέμα, το σενάριο του Jacque Prevert, η αρμονική και ταυτόχρονα αψεγάδιαστη σκηνοθετική ματιά του Marcel Carné, ο χειρισμός τόσων κομπάρσων- στις σκηνές του δρόμου- και η «παλαιότητα» που αποπνέει με την βοήθεια της ασπρόμαυρης φωτογραφίας της, βοηθούν στο να ξεπεραστεί το στυλιζαρισμένο παίξιμο των ηθοποιών, πιθανό κατάλοιπο του βωβού κινηματογράφου. Το θέατρο των σαλτιμπάγκων, με την χρήση της μιμικής τέχνης, έρχεται να γεφυρώσει ακριβώς αυτό το χάσμα και να αποδώσει στα παιδιά του «παραδείσου», στους θεατές δηλαδή του εξώστη, τους πιο απαιτητικούς από τους άλλους, αυτή τη μαγεία της τέχνης που γίνεται ζωή και που μόλις φθάσει στο κοινό, επιστρέφει πάλι πίσω πολλαπλασιασμένη από την αμφίδρομη σχέση των δυο πλευρών.
Ο έρωτας, αυτό το ανεκπλήρωτο, το εξιδανικευμένο, το άπιαστο, ακριβώς γιατί ο καθένας τον ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο και γιατί καλύπτει διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικών ανθρώπων, πρωταγωνιστεί σε όλες τις επιμέρους ιστορίες της ταινίας. Ο ονειροπόλος μίμος Baptiste (Jean Louis Barrault), θύμα της μοιραίας Garance (Arletty), που σπέρνει τον πόθο σε όλον τον αρσενικό πληθυσμό, αλλά και θύτης της συνεσταλμένης και σφόδρα ερωτευμένης Nathalie (Maria Casares). Ο πληθωρικός, εξωστρεφής ηθοποιός Frederick Lemaitre (Pierre Brasseur), που εκφράζει μέσα από μια καλά ελεγχόμενη κυνικότητα και μια γήινη ευαισθησία την συναισθηματική πληρότητα, που γεννά η αποδοχή του ανέφικτου. Έλκει και έλκεται από την ανίκανη να δοθεί στον ιδανικό έρωτα Garance. Ο διανοούμενος ημιπαράνομος Fil de Soie (Gaston Modot) προορισμένος να αποδώσει την δικαιοσύνη, ντύνει την ταπεινή καταγωγή του με τον μανδύα της γνώσης και εκδικείται την απαίδευτη μπουρζουαζία για λογαριασμό του … Shakespeare.
Και πάνω απ’ όλα το θέατρο. Καταλύτης στο καλό και στο κακό, σαν τον ρακένδυτο φτωχο-εμποράκο Jericho (Piere Renoir) που ανεβαίνει στο παλκοσένικο, για να παίξει τον ρόλο που παίζει και στην ίδια την ζωή. Σάρκα από την σάρκα τους, γιουχάρει και γιουχάρεται, η φωνή των παιδιών της γαλαρίας.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Jodaeiye Nader az Simin -Ένας χωρισμός


Ο σκηνοθέτης Asghar Farhadi, με την ταινία του «Ένας χωρισμός», καταφέρνει παράλληλα με την διήγηση μιας δραματικής ιστορίας, να δημιουργήσει μια τοιχογραφία της σύγχρονης κοινωνικής ζωής σε μια πόλη του Ιράν. Ότι φτάνει στα μάτια και στα αυτιά του δυτικού θεατή, είναι ακριβώς το ίδιο, με αυτό που φτάνει και στους εκφραστές αυτού του οπισθοδρομικού, καταπιεστικού, ισλαμιστικού καθεστώτος. Η διαφορά όμως της οπτικής γωνίας και του πολιτιστικού υπόβαθρου είναι αυτή, που αφήνει να περάσουν υποδόρια, αλλά καταλυτικά, οι αγωνίες, οι προσδοκίες και οι βουβές κραυγές ενός λαού περήφανου και δημιουργικού με αγωνιστική παράδοση, που ενώ κατάφερε να απαλλαγεί από την καταπίεση του «αμερικανοκίνητου» σάχη, έπεσε θύμα της χειρότερης μορφής του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Από την πρώτη ακόμα σκηνή, όταν ο Νader (Peyman Moaadi) και η Simin (Leila Hatami) ζητούν μπροστά στον απρόσωπο (μεταφορικά και κυριολεκτικά) εκφραστή του ισλαμικού νόμου το διαζύγιό τους, όχι γιατί έχουν κάποιο πρόβλημα στην συζυγική τους ζωή, αλλά γιατί διαφωνούν σχετικά με την απόφαση να εγκαταλείψουν το Ιράν, παρουσιάζεται ολοφάνερα το …διπλό ταμπλό στο οποίο προτίθεται να παίξει ο Asghar Farhadi. Το νεαρό ζευγάρι θα επιθυμούσε να εγκαταλείψει την χώρα. Το γιατί όμως θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο, η αιτία για αυτή τους την απόφαση, δεν φθάνει με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους αποδέκτες. Ως πολιτικοί αυτοεξόριστοι ή για κάποιον άλλο προσωπικό λόγο; Ο Nader αλλάζει γνώμη, γιατί τον κρατά δεμένο η αρρώστια του πατέρα του, ο οποίος πάσχει από Altzheimer και η υποχρέωση που αισθάνεται να τον φροντίζει. Τα βαρίδια του παρελθόντος τον καθηλώνουν στην πραγματικότητα, ενώ η Simin φαίνεται αποφασισμένη να απαλλαγεί.
Ο σκηνοθέτης με την κάμερα στο χέρι ακολουθεί τους ήρωές του σε κάθε τους βήμα. Με γρήγορο ρυθμό, χωρίς καθόλου επιτηδευμένες καταστάσεις, με εξαιρετική στιβαρότητα ακολουθεί αυτήν την διπλή γραφή σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Η Simin μετακομίζει προσωρινά στους γονείς της, ο Nader προσλαμβάνει μια φτωχή θρησκόληπτη γυναίκα, εν αγνοία του συζύγου της, για να προσέχει τον πατέρα του. Μετά από ένα διαπληκτισμό ο Nader την σπρώχνει στην σκάλα και αυτή, όντας έγκυος, χάνει το έμβρυο. Ξεκινούν δαιδαλώδεις δικαστικές και εξωδικαστικές διαμάχες. Σε κάθε πλάνο, σε κάθε διάλογο, όσο το σενάριο εξελίσσεται και γίνεται πολυπλοκότερο, σε αυτή την διπλή αφήγηση, το ψυχολογικό αποτύπωμα των καταστάσεων πάνω στους πρωταγωνιστές, κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του. Η 11χρονη κόρη του ζευγαριού Termeh (Sarine Farhadi, η κόρη του σκηνοθέτη) διαδραματίζει ένα καθοριστικό ρόλο, σαν καταλύτης στην υπόθεση.
Πρόκειται, για μια ανάλυση των επιπτώσεων της υπερίσχυσης του αντιδραστικού καθεστώτος των μουλάδων, πάνω σε μια μεσαία τάξη, που είτε το αποδέχεται με βαριά καρδιά ανήμπορη να αντιδράσει ή μηχανεύεται τρόπους ατομικών λύσεων και πάνω στα χαμηλά, φτωχά, λαϊκά στρώματα, παραδομένα στην προκατάληψη, στην ανέχεια, στην εξαθλίωση. Ο μισογυνισμός, η υποκρισία, η αυθαιρεσία των κρατικών λειτουργών, η γραφειοκρατία και πολλά ακόμα συμπτώματα μιας αρρωστημένης κρατικής δομής, ακόμα-ακόμα και η διδασκαλία της περσικής γλώσσας φαρσί παράλληλα με τα αραβικά, καταφέρνουν να αυτονομηθούν από τον κεντρικό αφηγηματικό ιστό και να αναδειχθούν.