Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Soul kitchen


Ακόμα και αν έλλειπε το happy end, η έξοδος από την αίθουσα με ανεβασμένο το ηθικό και μια διάθεση χαρούμενη και παιχνιδιάρικη, θα ήταν εξασφαλισμένη, μετά την προβολή της ταινίας του Fatih Akin, “Soul kitchen”. Θέλεις ο γρήγορος σκηνοθετικός ρυθμός, θέλεις η αγάπη του δημιουργού για το χύμα μεσογειακό ταπεραμέντο, όταν διασταυρώνεται με την βαριά γερμανική πειθαρχία, θέλεις τα αγαπημένα μουσικά κομμάτια, που «σκάνε» πάντα στον καταλληλότερο τόπο και χρόνο, όλα αυτά παραμερίζουν τις υπαρκτές αδυναμίες. Άλλωστε αυτό που προεξέχει είναι το κλείσιμο του ματιού, όταν ο σκηνοθέτης μιλάει για την Γερμανία μέσα στην Γερμανία, ένα θέμα που, κακά τα ψέματα, έχει έντονες ελληνικές αναφορές, καθώς οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς αφορούν πλέον, όλο και περισσότερο, την κοινωνία μας.
Η υπόθεση απλή έως απλοϊκή, μερικές ημέρες από την ζωή ενός Γερμανού, ελληνικής καταγωγής, του Ζήνου Καζαντζάκη (Adam Bousdoukos), οι ατυχίες του στα ερωτικά, όταν η φιλενάδα του Nadine (Pheline Roggan) Γερμανίδα-Γερμανίδα φεύγει για την Σαγκάη, αλλά και όταν ξαναγυρίζει ζευγαρωμένη, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την επιχείρησή του, ένα λούμπεν εστιατόριο σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Αμβούργου, οι αφόρητοι πόνοι στην μέση του, η κακή του οικονομική κατάσταση καθώς είναι ανασφάλιστος και καταφεύγει στον Τούρκο χειροπράκτη, τον «Κοκκαλοθραύστη». Πως γίνεται όλα αυτά να φτιάξουν μια κωμωδία; Γίνεται, γιατί οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι με μεράκι και βιώνουν τα προβλήματά τους με μακαριότητα. Ένα ένστιχτο ισορροπίας, που μεταδίδεται από τον σκηνοθέτη στους πρωταγωνιστές και που οφείλεται στην βαθιά γνώση που έχει για την Γερμανική κοινωνία. Είναι οι λόγος που αυτές οι, ως ένα βαθμό αυτοβιογραφικές ταινίες, σχεδόν πάντα πετυχαίνουν, ανεξάρτητα από το θέμα τους, γιατί ο φακός «αγαπάει» τα πρόσωπα, ακόμα και τους «κακούς». Και ποιοι είναι αυτοί οι «κακοί»; Ο παλιός συμμαθητής ο Neumann (Wotan Wilke Mohring) που είναι κτηματομεσίτης, οι υπάλληλοι του υγειονομικού που κάνουν έφοδο στο εστιατόριο του Ζήνου, μετά από ιδιοτελή υπόδειξή του πρώην συμμαθητή και η εφοριακός, που με το μπλοκάκι αποδείξεων ανά χείρας, έρχεται για να εισπράξει τις οφειλές προς το δημόσιο. Όλοι εκπρόσωποι σύμβολα μιας εξουσιαστικής κατάστασης, μιας φαινομενικά ορθολογικής διατήρησης και διαχείρισης της τάξης και της ηθικής. Σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που συχνάζει στο εστιατόριο, τους μετανάστες, τους εργάτες, ανθρώπους του μόχθου και τους έξω από το σύστημα νεολαίους. Ο Ζήνος μπορεί να τα βλέπει όλα αυτά, αλλά και μπορεί να μην τα βλέπει. Αισθάνεται ενσωματωμένος στον τόπο αυτόν, αν και όχι απολύτως ενταγμένος. Κάπου στην μέση. Ούτε με τον αδελφό του τον Ηλία (Moritz Bleibtreu), που μόλις αποφυλακίστηκε, ούτε με τον Σωκράτη (Demir Gokgol), τον ηλικιωμένο νοικάρη του, που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με την στωικότητα του «παλιού». Βάζει μέσα στις συνταγές του, αυτές που ταΐζει τους πελάτες, λίγο από όλα. Και το πρόχειρο σαβουρατζίδικο φαγητό, επιπέδου καντίνας και τις «εμπνευσμένες» σπεσιαλιτέ του Ρουμάνου σεφ του Lutz (Lucas Gregorowicz). Και κάτι ακόμα, μυστικό, για να επέλθει η απαραίτητη «μίξη».
Δυο κόσμοι λοιπόν σε ένα. Το κυριλέ προάστιο που μένει η πρώην φιλενάδα, κάτι σαν την Εκάλη ας πούμε και το μαγαζάκι δίπλα στο λιμάνι.
Αυτό που κάνει την ταινία του Akin ξεχωριστή, είναι ότι όλα αυτά τα λέει… χωρίς να πει τίποτα. Βάζει τον φακό του απλώς εκεί που πρέπει και πιάνει τις στιγμές. Δείχνει τον προαστιακό, να διασχίζει τις αερογέφυρες και τα ποτήρια στο μπαρ να γεμίζουν με ποτά λογιών και λογιών χρωμάτων, μια αρμονία αναμίξεων. Δείχνει την στύση του Ζήνου κάτω από το εσώρουχο, στο κρεβάτι της φυσιοθεραπεύτριας και το δωμάτιο του φτηνιάρικου ξενοδοχείου, που κατέλυσε το βράδυ μετά την έξωση. «Πήρε σβάρνα κι αρμενίζει παλικάρι απ’ την γωνιά…» ...και μας πήρε και μας μαζί του, για μια ωραία κινηματογραφική βραδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: