Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Martin Fric-Kristián

 

Άλλη μια προβολή από την πάντα δραστήρια Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης.

 

Παρουσία της εκπροσώπου του Τσέχικου οργανισμού, του Υπουργείου Εξωτερικών της Τσεχίας έγινε η προβολή της ταινίας “Kristián”, του Martin Fric. Η εκπρόσωπος προλόγισε και έδωσε αρκετές πληροφορίες για την ταινία και τους συντελεστές, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην παράλληλη πορεία που είχαν στην Ελλάδα και στην Τσεχία τα κινηματογραφικά πράγματα.


Η ταινία “Kristián” είναι μια ασπρόμαυρη κωμωδία του 1939. Μια ηθογραφική ματιά της εποχής εκείνης με καλό ρυθμό και ενδιαφέρουσες ερμηνείες από την πλειοψηφία των ηθοποιών. Φυσικά γεμάτη στερεότυπα, μακριά από το σημερινό πολίτικαλ κορέκτ, φαντάζει ίσως ένα ιδεολογικό απολίθωμα, όμως ο θεατής που δεν ξεχνά ότι ήδη έχει περάσει σχεδόν ένα τέταρτο από τον 21ο αιώνα, θα αφήσει να τον βαρύνει η γλυκιά νοσταλγία, ιδίως αν έχει συσσωρεύσει στις πλάτες του μερικές δεκαετίας παραπάνω ζωής.


Το όνομα
Kristián είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Allois Novák, υπάλληλος σε ταξιδιωτικό γραφείο, που μια φορά τον μήνα ντύνεται, στολίζεται και πηγαίνει να διασκεδάσει φλερτάροντας όμορφες κυρίες σε ένα νυχτερινό κέντρο. Όμως δεν προχωρά πέρα από το φλερτ. Αγαπά την γυναίκα του και πάντα γυρίζει πίσω σ’ αυτήν. Όμως το έξυπνο πουλί πιάνεται από την μύτη και η τελευταία του κατάκτηση, τον ερωτεύεται και επιδιώκει να τον δει ξανά. Ξεκινά μια σειρά παρεξηγήσεων, παρανοήσεων, ψεμάτων, δικαιολογιών, απολογιών και συγχωρέσεων. Μήπως όλα αυτά θυμίζουν παλιό ελληνικό κινηματογράφο; Σαν παιχνίδι τώρα: Ο πρωταγωνιστής, στο στυλ (αν εξαιρέσουμε το ύψος) είναι ίδιος ο Βασίλης Λογοθετίδης. Η … πέτρα του σκανδάλου, το επίμονο κορίτσι, η Ίλια Λιβυκού. Η πιστή σύζυγος, το θύμα που μεταμορφώνεται σε γυναικάρα για να τον φέρει πίσω, ίσως η Κατερίνα Γιουλάκη και η θεία (ξαδέλφη στην ελληνική εκδοχή) η Λίλυ Παπαγιάννη. Αλλά και οι δευτερεύοντες ρόλοι: Ο φίλος και συνάδελφος από την δουλειά που κρατάει τα μπόσικα, ο Σταύρος Ξενίδης, ο διευθυντής του ταξιδιωτικού γραφείου, κάτι σε Χρήστο Τσαγανέα και ακόμα τα γκαρσόνια με προεξάρχοντα τον...

Γιώργο Βελέντζα. Μόνο που στην Τσεχία δεν έχουμε μπουζούκια ή ελαφρολαϊκά, αλλά μια ευρωπαϊκή, άνοστη τζαζ, που δεν επηρεάζει βέβαια την αντίστοιχη λουλουδού του μαγαζιού... την Κατερίνα Γώγου.

Μια συμπαθητική ταινία που μας φέρνει κοντά σε μια διαφορετική, αλλά ταυτόχρονα και τόσο παράλληλη κουλτούρα ή για να το πούμε καλύτερα, οι ίδιοι ανθρώπινοι χαρακτήρες αναπτύσσονται και δρουν με ένα κοινό και οικείο κώδικα.



Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Γιώργος Λάνθιμος-Poor Things

 


Η Bella (Emma Stone), η πεντάμορφη του Γιώργου Λάνθιμου, δεν χρειάζεται να αγαπήσει το τέρας, τον Dr. Godwin Baxter (Willem Dafoe)  τον  παραμορφωμένο τρελό επιστήμονα και δημιουργό-πατέρα της  για να τον σώσει, όπως συμβαίνει στο παραμύθι. Αν και κυκλοφορεί, σαν την Σταχτοπούτα, με άμαξα-κολοκύθα, αλλά βενζινοκίνητη, (βεβαίως-βεβαίως), δεν της τυχαίνει να την ερωτευτεί το βασιλόπουλο, αλλά ένας απλός μαθητευόμενος … μάγος.

Η Bella τρώει τα βασιλόπουλα και τα πριγκιπόπουλα και φτύνει και τα κουκούτσια. Φτύνει στα μούτρα της κοινωνίας την καταπίεση, τον εξευτελισμό, την υποκρισία. Ανακαλύπτει στο ίδιο το τροποποιημένο σώμα της την ουσία και λειτουργεί πέρα από εξαναγκασμούς, πέρα από φυσικούς ή ηθικούς εκβιασμούς. Η σεξουαλικότητα δεν είναι ένα εργαλείο για να χρησιμοποιείται και από τα δυο φύλα ως μοχλός επιβολής εξουσίας, ούτε αυτοσκοπός ή μέσο για την διαιώνιση του είδους.

Ο σκηνοθέτης μέσα στα ευρυγώνια πλάνα του χωράει ολόκληρα σύμπαντα. Στήνει  εικαστικές εικόνες γεμάτες λεπτομέρεια. Ξεδιπλώνει επάνω στη οθόνη έναν πολυτελή τόμο και ανοίγει με τις πανέμορφες βινιέτες του τα κεφάλαια του παραμυθιού. Ένα φουτουριστικά...ρετρό παραμύθι, γεμάτο παράξενα όντα (αλλά και τι δεν είναι παράξενο τελικά;) και φυσικά happy end.

Γιατί ακριβώς γι’ αυτό πρόκειται. Όλη η ταινία συμπυκνώνεται σε τρεις λέξεις. Παραμύθι-Επιστημονική φαντασία-Ψυχεδέλεια.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Alessandro Comodin-Οι περιπέτειες του Τζίτζι (Gigi la Legge)

 




Στα πλαίσια του Cinema Made In Italy, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος,  η ταινία του 2022, «Οι περιπέτειες του Τζίτζι» (Gigi la legge), του Alessandro Comodin,  με την παρουσία στην αίθουσα του πρωταγωνιστή και θείου του σκηνοθέτη, του Pier Luigi Mecchia.

 Ο ηθοποιός, πριν ακόμα από την έναρξη της προβολής, προετοίμασε τους θεατές λέγοντας, ότι πρόκειται για μια πολύ αργή –μάλιστα δεν δίστασε να την ονομάσει- και βαρετή ταινία.

Σε ένα μικρό χωριό της Ιταλίας, και ήσυχο κατά τα φαινόμενα,  ο Gigi, που είναι αστυνομικός, κάνει περιπολίες εποχούμενος, είτε μόνος του, είτε με κάποιον συνάδελφο του. Ένας χαμογελαστός, τρυφερός, και απλός καθημερινός άνθρωπος, ο οποίος στα πλαίσια της δουλειάς του έρχεται σε επαφή με τους συγχωριανούς του, επιλύει μικροδιαφορές, χαριεντίζεται μέσω του ασύρματου του αστυνομικού αυτοκινήτου με την νεαρή συνάδελφο του, αντιδρά καλοσυνάτα με την μεγαλύτερη σε ηλικία συνάδελφο του, η οποία «του τα χώνει» για τις εμμονές του, οι οποίες δεν είναι και λίγες, με κυριότερη την άρνηση να κλαδέψει τις ακακίες του κήπου του, που κοντεύουν να γίνουν ζούγκλα και σιγοτραγουδάει με άλλον συνάδελφο το σουξεδάκι της εποχής.

Μια ακόμη εμμονή όμως θα έρθει να προστεθεί όταν η δεύτερη συνεχόμενη αυτοκτονία στην γραμμές του τρένου κοντά στο χωριό θα τραβήξει την προσοχή του απλοϊκού αστυνομικού και παρά το ότι…  η υπηρεσία δεν φαίνεται να τον προορίζει για τα σοβαρά, εκείνος ίσως και για κάποιο προσωπικό μυστικό κίνητρο, αποφασίζει να αρχίσει τις παρακολουθήσεις.

Με έναν υποτυπώδη λοιπόν αφηγηματικό ιστό, περισσότερο σε στυλ ντοκιμαντέρ, και με διαλόγους στο στυλ του little talking,  ο σκηνοθέτης αποφασίζει να αναπτύξει το θέμα με κεφάλαια τα οποία τα παρατάει ανολοκλήρωτα, η κάμερα σβήνει απρόοπτα, μια- φυσικά- συνειδητή επιλογή, για να οδηγήσει ίσως τον θεατή να αναζητήσει το νόημα κάτω από τις εικόνες και τους ήχους.

 Ένας καλοκάγαθος και ασουλούπωτος, ένας ατσούμπαλος αντί-ήρωας, ένας ευρωπαίος lawn ranger, σε αναζήτηση ταυτότητας και ευτυχίας.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Rodrigo Sepulveda-Τρυφερέ μου ταυρομάχε (Tengo miedo torero)

 


Μια χαμηλών τόνων πολιτική ταινία, από τον Χιλιανό Rodrigo Sepúlveda, με έντονο αλλά έρποντα ερωτισμό,  βασισμένη στο μυθιστόρημα του Pedro Lemembel, κάτι ανάμεσα στην Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας της  Lina Wertmüller και του νουβέλας του Manuel Puig, Το φιλί της γυναίκας αράχνης.

Μια σχέση συμφέροντος αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα μεξικανό επαναστάτη και σε μια ηλικιωμένη τραβεστί. Στο στρατοκρατούμενο Σαντιάγο της Χιλής το 1986 συναντιούνται δυο άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Ο φλογερός κομμουνιστής που οργανώνει την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Πινοσέτ και η φλογερή ιέρεια του σεξ, «δεν έχω φίλους, μόνο εραστές», παλεύουν ο καθένας για τα δικά του ιδανικά και βιώνουν έναν εφήμερο αλλά αδιέξοδο έρωτα.

Από τα αστικά κακόγουστα και «ρηχά» σπίτια των συνεργατών της δικτατορίας, στις φτωχογειτονιές του Σαντιάγο και στο «επιτηδευμένα» προκλητικό της «Locas (τρελής) του Πατριωτικού Μετώπου» που μέσα από την αυθεντικότητα του και την συνέπεια με την οποία εκφράζεται κερδίζει ολοκληρωτικά τις εντυπώσεις.

Η εξαιρετική ερμηνεία του Alfredo Castro  που ισορροπεί ανάμεσα στην ενοχή και στο πάθος, καθώς και το soundtrack του Pedro Aznar  μαζί με τα φλαμένκο του Diego Cigala και τα ερωτικά μπολέρος, καταφέρνουν να φτιάξουν την ιδεολογία. . . της παρούσας στιγμής, ως αντιδιαστολή με την μεταφυσική πάλη για ένα δίκαιο κομμουνιστικό κόσμο.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Επίλογος (Hayuta and Berl)

 


Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει την δικιά σου μελαγχολία… έλεγε το παλιό τραγουδάκι του Σαββόπουλου. Η ζωή έχει αλλάξει πολύ και το ηλικιωμένο ζευγάρι ο
Berl (Yosef Carmon) και η Hayuta (Rivka Gur) είτε λόγω προχωρημένης ηλικίας είτε λόγω «ιδεολογικής αρτηριοσκλήρυνσης», (έκφραση που θα άρεσε στους σύγχρονους ιδεολογικούς ινστρούχτορες του νεοφιλελευθερισμού) δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτήν.

Ο ισραηλινός σκηνοθέτης Amir Manor με την ταινία «Επίλογος» γράφει τον επίλογο μιας κοινωνίας και μιας εποχής. Οι πρωταγωνιστές της, αποκαμωμένοι οικονομικά, και περιθωριοποιημένοι κοινωνικά ψάχνουν την διάθεση για να αντιδράσουν, παραιτούνται και αποχωρούν.

Στο Ισραήλ, μια χώρα που χτίστηκε από το μηδέν, από ανθρώπους ξεριζωμένους, μια χώρα όπου η χαρά της εργασίας, ο εθελοντισμός, η αλληλεγγύη, τα ιδανικά, η προσμονή για ένα καλύτερο αύριο, έκαναν τους ανθρώπους να παραμερίσουν τον έμφυτο ατομισμό για να δημιουργήσουν δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, στη χώρα των κιμπούτς και του προλεταριακού σιωνισμού, οι άνθρωποι φαίνεται να χάνουν τον κοινωνικό τους προσανατολισμό.

Ο σκηνοθέτης με πλάνα στενά, κλειστοφοβικά και με εξαιρετική καθοδήγηση στους ηθοποιούς, πετυχαίνει να αναδείξει την σύγχρονη πραγματικότητα, χωρίς μελοδραματισμούς αλλά και χωρίς τον εξωραϊσμό του παρελθόντος. Δεν λείπουν οι πινελιές αισιοδοξίας και οι συμβολισμοί.

Η υπαίθρια καντίνα κατεβάζει τα ρολά, ο θεατής ξέρει ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει όσο οι άνθρωποι ονειρεύονται.

trailer

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Η ξύλινη κάμερα


Μια τρυφερή ταινία ενηλικίωσης από το Νεανικό Πλάνο στις μέρες της καραντίνας για τον κορωναϊό.

Λίγο μετά το τέλος του απαρτχαίντ δυο έφηβοι παίζουν δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Το πτώμα ενός άντρα πέφτει από ένα βαγόνι. Βρίσκουν επάνω του ένα πιστόλι και μια βιντεοκάμερα. Ο Sipho (Innocent Msimango) παίρνει το πιστόλι και ο Madiba (Junior Singo) παίρνει την βιντεοκάμερα. Αυτή τους η επιλογή θα σφραγίσει την ζωή τους.

Με την κινηματογραφική αφήγηση να διακόπτεται από τα ερασιτεχνικά και άκρως πειραματικά, ντοκιμαντερίστικα πλάνα της καμουφλαρισμένης κάμερας στα χέρια του πρωταγωνιστή, ο νοτιοαφρικανός σκηνοθέτης Ntshaveni Wa Luruli επιλέγει με αυτόν τον τρόπο να μεταφέρει με ρεαλιστικό τρόπο την ιστορία της επόμενης ημέρας για την μεγάλη αυτή αφρικανική χώρα. Τα πλάνα του Ntshaveni Wa Luruli δια χειρός …  Madiba, αποσπασματικά, αφηρημένα, αλλά ταυτόχρονα διεισδυτικά και αποκαλυπτικά, παρουσιάζουν τα δυο πρόσωπα της Νότιας Αφρικής και την εκ των πραγμάτων ανάμιξή τους.

Η φιλία, τα πρώτα ερωτικά ξυπνήματα των πρωταγωνιστών, η παιδική αφέλεια, έρχονται να αντιπαρατεθούν με τις βαθιά ριζωμένες φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις. Η κοινωνική ωριμότητα, το ξεπέρασμα των προκαταλήψεων δεν έχει να κάνει ούτε με το χρώμα του δέρματος, ούτε με τα πλούτη, ούτε φυσικά με την ηλικία. Η μουσική, το βιολοντσέλο στα χέρια της Estelle (Dana de Agrella), ο κινηματογράφος, η κάμερα, στα χέρια του Madiba, η τέχνη, γίνεται το όχημα που θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην επόμενη μέρα. Είναι τα πραγματικά όπλα για την αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφορών.

Ένα φινάλε ανατρεπτικό, έρχεται να αποκαταστήσει την αλήθεια. Θύτες και θύματα μπλεγμένοι στην αδυσώπητη καταστροφική μανία της παραδοσιακής κοινωνικής ανισότητας.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Ο Ιρλανδός (The Irishman)


Η κάμερα τρυπώνει και προχωρά αργά στους διαδρόμους και στα σαλόνια του οίκου ευγηρίας. Στέκεται επάνω από το αναπηρικό καροτσάκι του … συνταξιούχου πλέον εκτελεστή κάποιας περιφερειακής μαφιόζικης οικογένειας και αρχίζει ένας ανελέητος «βομβαρδισμός» πληροφοριών, ημερομηνιών, ονομάτων, η ατελείωτη μακρόσυρτη – πάνω από τρεις ώρες – εξιστόρηση του ιδίου του Frank Sheeran  (Robert De Niro).
Ένα τελευταίο – όχι πρόσφατο, ίσως μιας δεκαετίας πίσω – φλασμπακ , που αφορά την τελευταία αποστολή, αυτήν που καταφέρνει ίσως να του ξυπνήσει κάποια λίγα ανθρώπινα συναισθήματα ή τουλάχιστον να συνειδητοποιήσει, ότι ακόμα διαθέτει κάποια ίχνη από αυτά. Και ένα παλιότερο φλασμπακ, εναρμονισμένο και τέλεια συγχρονισμένο με το πρώτο, που αφορά όλη την ζωή του, από το «βάπτισμα του πυρός»,  στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την δολοφονία Γερμανών αιχμαλώτων εν ψυχρώ, μετά την απόβαση των Αμερικανικών στρατευμάτων στην Ιταλία έως την στράτευση του στην «οικογένεια» του  Russell Bufalino  (Joe Pesci) και την φιλία του με τον διεφθαρμένο αρχι-συνδικαλιστή Jimmy Hoffa  (Al Pacino).
Αν δεν ήταν το συγκεκριμένο team αυτών των ηθοποιών, και η μαεστρική σκηνοθεσία του Martin Scorsese, θα μιλούσαμε για … μια από τα ίδια. Τελικά η ωραιοποιημένη βία και οι ιστορίες των μαφιόζων έχουν γίνει πια ένα … εξαγώγιμο είδος του Αμερικάνικου κινηματογράφου. Ακόμα κι έτσι όμως, το να παρακολουθείς τον χαρακτήρα του Robert De Niro, να κινείται, σαν κουρδισμένο αυτόματο, να δολοφονεί,  ένας  τραμπούκος χωρίς ιδεολογικό παραπέτασμα (καμιά σχέση με τους δικούς μας) με μόνο κίνητρο το εύκολο χρήμα, την εξουσία, την ανάγκη να ανήκει κάπου, τον Al Pacino στον ρόλο του πληθωρικού, εξωστρεφή εργατοπατέρα και τον Russell Bufalino … μια επικίνδυνη σιγανοπαπαδιά, ο ορισμός του «νονού», φτάνει για να καταπιείς - όχι φυσικά αμάσητο - αυτό το τελευταίο έπος της βιομηχανίας του θεάματος.
Και μην ξεχνιόμαστε. Όπως όλοι του σιναφιού του, Ο Frank Sheeran  στην ιδιωτική του ζωή είναι ένας αξιαγάπητος οικογενειάρχης, βάζει την οικογένεια του πάνω απ’ όλα, την προστατεύει,  αγαπά τη γυναίκα του, τη μια μετά την άλλη - φυσικά -  και έχει ιδιαίτερη σχέση με την μεγάλη του κόρη  που τον φοβάται … ε … θαυμάζει τα κατορθώματά του.

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν-The Dead Don't Die


Επαναλαμβανόμενοι διάλογοι, ατάκες που σπάνε κόκκαλα, υποδόριο χιούμορ και απέραντη ψυχραιμία, ακόμα κι όταν τα ζόμπι πεινασμένα για ανθρώπινα εντόσθια, καφέ και … τεχνολογικά γκάτζετ, εφορμούν στους κατοίκους της επαρχιακής κωμόπολης Centerville, που βρίσκεται κάπου στο βάθος κάποιας … εν τω βάθει μεσανατολικής πολιτείας.
Τα ρολόγια σταματούν, ο ήλιος κολλάει, η κάμερα πιάνει το αρρωστημένο του φως. Τα ζώα γίνονται επιθετικά ή εξαφανίζονται. Ο βοηθός του διοικητή του αστυνομικού τμήματος (Adam Driver) -γνώστης, έως ενός σημείου, του σεναρίου της ταινίας (όπως εξομολογείται αργότερα- on camera- όταν τα πράγματα σκουραίνουν) - διαπιστώνει επανειλημμένα, ότι αυτή η ιστορία δεν θα έχει καλό τέλος.
Οι τάφοι ανοίγουν, οι νεκροί σαν σπαστικά αυτόματα κατακλύζουν τους δρόμους, τις πλατείες, την ύπαιθρο. Τρίζουν τα θεμέλια της …τάξης και της ηθικής. Η …συντεταγμένη πολιτεία και οι εκπρόσωποί της, από τα φασιστοειδή του  τύπου “make America white again” μέχρι τον φιλοσοφημένο, αλλά παραδομένο στην χαυνωτική παραλυτική αδράνεια σερίφη  της (Bill Murray), χάνουν τον έλεγχο.
Ο ερημίτης Bob (Tom Waits) μια φιγούρα γραφική-σύμφωνα με τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα – έξω από το σύστημα, αποστασιοποιημένα,  παρακολουθεί με τα κιάλια και καταγράφει το φαινόμενο. Τι είναι τελικά αυτή η επίθεση των δυνάμεων του σκότους; Ποιους αφορά και ποιοι κινδυνεύουν; Μια κοινωνία αναπτυγμένη, οικονομικά εύρωστη, μια κοινωνία των ίσων(;) ευκαιριών, που αυτοπροβάλλεται ναρκισσιστικά, ως το υποκείμενο της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, να πέφτει θύμα παιδαριωδών θεωριών μεταφυσικής δεισιδαιμονίας; Και από πού να περιμένει την σωτηρία; Μήπως η ιδιοκτήτρια του τοπικού γραφείου τελετών η μαγική Tilda Swinton  έχει την λύση; Θα μας σώσουν τελικά οι εξωγήινοι με τους ιπτάμενους δίσκους; Οι ψεκασμένοι αντεπιτίθενται!
Ένα σύγχρονο, σαρκαστικό και πολύ… rock πολιτικό σχόλιο σε συσκευασία ταινίας τρόμου από τον πάντα ώριμο Jim Jarmusch.


Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος-Da xiang xi di er zuo


Είναι αδύνατο να δει κανείς αυτήν την σύγχρονη κινέζικη ταινία και να μην την συνδυάσει με την ζωή του σκηνοθέτη της. Η πρώτη και η τελευταία ταινία μεγάλου μήκους, του Bo Hu, ο οποίος αυτοκτόνησε τον Οκτώβριο του 2017, λίγο μετά το τέλος του μοντάζ, σε ηλικία 29 ετών. Και μάλιστα πολύ μεγάλου μήκους, με διάρκεια 3 ώρες και 50 λεπτά, πράγμα που επιτρέπει το ισχυρισμό ότι ήθελε να προλάβει να τα πει όλα, ίσως μια κατάθεση ψυχής, μια εξομολόγηση και μια μαρτυρία για την ζωή των ανθρώπων σε αυτόν τον  Ασιατικό Τεχνο-Βιομηχανικό ...Ελέφαντα, που όπως φαίνεται, εκτός από την Παγκόσμια Οικονομία, καταβροχθίζει και χαμένες ψυχές.

Παράλληλες ιστορίες με πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους, στην διάρκεια μιας μόνο ημέρας. Ιστορίες που συνομιλούν μυστικά, συμπλέκονται, συμπληρώνονται και στο τέλος αποκαλύπτονται. Άνθρωποι που αγωνιούν, σπαράσσονται, συγκρούονται και στο τέλος παραιτούνται. Δεν υπάρχει δύναμη μεγαλύτερη από την αδράνεια. Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να μετακινήσει την παχύδερμη πραγματικότητα, ίσως αυτή η εμμονή με τον ακίνητο ελέφαντα στο ζωολογικό πάρκο στο Μανζούλι, να είναι για τους πρωταγωνιστές μια λύτρωση, μια ασυναίσθητη ομοιοπαθητική, αυτοθεραπευτική προσέγγιση.

Απέραντα μελαγχολική και απαισιόδοξη. Η κάμερα καδράρει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και αφήνει φλουταρισμένο τον περίγυρο. Ότι απειλεί, ότι εξουθενώνει απεικονίζεται θολό, παραμορφωμένο. Ένας θυμός ανερμάτιστος κυριεύει τους πάντες και τα πάντα. Τοπίο γκρίζο, υγρό και κρύο. Υποβαθμισμένες πόλεις, υποβαθμισμένα σχολεία, υποβαθμισμένες ανθρώπινες σχέσεις. Ο φακός ακολουθεί τις πλάτες, ακολουθεί τα βήματα, αναδεικνύει την μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, φυλακίζει το αδιέξοδο. Ίσως ένα από τα ομορφότερα πλάνα, το τράβελινγκ της κάμερας στα δωμάτια του γηροκομείου. Εκπληκτικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών και ένα μαγικό σάουντρακ, που απογειώνει την εικαστική φωτογραφία.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Κλέφτες Καταστημάτων-Manbiki kazoku


Γιαγιά, πατέρας, μητέρα, αδελφή, γιος και κόρη. Η αγία οικογένεια, ο πυρήνας, το κύτταρο της κοινωνίας. Δεσμοί αίματος που ενώνουν διαφορετικούς χαρακτήρες. Μαζί στα στραβά αλλά και στις χαρές της ζωής. Αλληλεγγύη, υποστήριξη, αγάπη, φροντίδα λέξεις ποτισμένες με το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο. Οικογένεια, το φυτώριο, ο τροφοδότης της κοινωνικής ζωής.
Η οικογένεια που πραγματεύεται ο Hirokazu Koreeda στην ταινία «Κλέφτες Καταστημάτων» (Manbiki kazoku) τα έχει όλα τα παραπάνω και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό εκτός από ένα. Της λείπουν οι δεσμοί αίματος.
Μια ταινία τρυφερή αλλά ταυτόχρονα οξυδερκής, χωρίς διάθεση διδακτισμού, κυλάει ήρεμα, περνάει τα μηνύματά της ανεπαίσθητα, αφήνει στον θεατή την δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματά του με όποιον τρόπο εκείνος νομίζει καλύτερα. Θέλει να συγκινηθεί, να θυμώσει, να καταγγείλει, να γυρίσει το κεφάλι αδιάφορα από την άλλη πλευρά. Οι θεσμοί της πολιτείας είναι υποχρεωμένοι να λειτουργήσουν προς όφελος της μονάδας και ορθώς θα πράξουν. Η προστασία της ατομικότητας, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αδιαπραγμάτευτα σε κάθε κοινωνία. Προφυλάσσουν τα μέλη της από κάθε είδους εξωτερικό εξαναγκασμό και βαναυσότητα. Ο σκηνοθέτης δεν το αμφισβητεί, αφήνει όμως ανοιχτή μια χαραμάδα.
Μέσα από αυτήν την χαραμάδα βλέπουμε το σπίτι των Shibata. Αυτήν την οικογένεια που μοιάζει, όμως δεν είναι όπως οι άλλες. Με πλάνα σφιχτά, γεμάτα, με την κάμερα να χώνεται ανάμεσα στους ηθοποιούς σε απόσταση αναπνοής, να τους μεγαλώνει, να τους κόβει, να κλέβει τις στιγμές τους, να στριμώχνεται και να τους στριμώχνει.
Ο ερχομός ενός καινούργιου μέλους στην «οικογένεια» είναι ο καταλύτης των εξελίξεων. Τα κρυμμένα μυστικά διεκδικούν το φως. Οι ηθικές αξίες στέκουν ψηλά αναλλοίωτες αρκεί ένα νεύμα από τον σοφό, γέρο περιπτερά, μια νουθεσία χωρίς κραυγές, χωρίς τιμωρία, χωρίς ανταλλάγματα, μια τρυφερή δωροδοκία για να γυρίσει ο τροχός.
Τα δυο παιδιά, οι σύγχρονοι γιαπωνέζοι Όλιβερ Τουίστ και οι φτωχοδιάβολοι προστάτες τους, που «έκλεψαν» λίγη από την γλύκα της υποτιθέμενης οικογενειακής θαλπωρής, που έφτιαξαν τον δικό τους βωμό, ίσως πλαστό, όμως ιερότερο από κάποιους άλλους αυθεντικούς βωμούς,  θα λογοδοτήσουν οι καθένας ανάλογα με τις πράξεις του. Ποιος τελικά θα είναι ο χαμένος;